πάνα

πάνα
και πάννα, η
1. μεγάλο κομμάτι λευκού υφάσματος, συν. για την περιτύλιξη βρέφους
2. μεγάλο πανί που χρησιμεύει για το καθάρισμα φούρνου
3. η μούχλα
4. λαϊκή ονομασία τού καταρράκτη, αρρώστιας τών ματιών
5. ο ιστός τής αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κουτάλι: κουτάλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάνα — πάνον neut nom/voc/acc pl πάνᾱ , πανάω use up together pres imperat act 2nd sg πάνᾱ , πανάω use up together imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πᾶνα — Πάν masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάμερον — πανά̱μερον , πανήμερος masc/fem acc sg (doric) πανά̱μερον , πανήμερος neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναγυρίων — πανᾱγυρίων , πανήγυρις general fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναγύριας — πανᾱγύριας , πανήγυρις general fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναμέριος — πανᾱμέριος , πανημέριος masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάγυριν — πανά̱γυριν , πανήγυρις general fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάγυρις — πανά̱γυρις , πανήγυρις general fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάμερος — πανά̱μερος , πανήμερος masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”